- σύλληπτρα
- τα вознаграждение за поимку преступника
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σύλληπτρα — τα, Ν η αμοιβή που προκηρυσσόταν για τη σύλληψη εγκληματία και δινόταν σε εκείνον που τόν συνελάμβανε. [ΕΤΥΜΟΛ. < συλλαμβάνω + επίθημα τρο / τρα (πρβλ. κόμισ τρα)] … Dictionary of Greek